Αξιωματούχοι του ΟΗΕ και εντομολόγοι παρακινούν με τις δηλώσεις τους το καταναλωτικό κοινό να βάζει στο πιάτο του... έντομα προκειμένου να συμβάλει στην επίλυση του επισιτιστικού προβλήματος στον πλανήτη.
Σύμφωνα με την γαλλική εφημερίδα "Le Monde', δεν είναι τυχαία η νέα τάση, σύμφωνα με την οποία «εντομοφαγικά» εστιατόρια ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια στην ευρωπαϊκή ήπειρο: Αμστερνταμ, Λονδίνο, Βερολίνο, Κοπεγχάγη και Παρίσι.Το Σάββατο, άνοιξε τις πύλες του ένα μπαρ-εστιατόριο στη γαλλική πρωτεύουσα, το οποίο προσφέρει σκουλήκια και ακρίδες, μάλλον ως «εναλλακτική» των ξηρών καρπών.Στη Νίκαια, ο σεφ David Faure, που έχει και ένα αστέρι από τη Michelin, σερβίρει ήδη από τον Απρίλιο μενού που συνδυάζει μεταξύ άλλων, φουά γκρα και τραγανά τριζόνια.
Ο ΟΗΕ, μέσω του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας, είχε με έκθεσή του ενθαρρύνει τη βρώση εντόμων, δίνοντας μάλιστα κατάλογο με 1.900 βρώσιμα είδη, ώστε να καταπολεμηθεί η πείνα στον κόσμο.Μεταξύ των πλεονεκτημάτων που ανέφερε, είναι ότι τα έντομα έχουν - αν όχι υψηλότερη - την ίδια περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες και μέταλλα από το κρέας, ενώ για την παραγωγή ενός κιλού εντόμων απαιτείται η χορήγηση δύο κιλών τροφίμων. Για ένα κιλό βόειο κρέας, χρειάζονται 8 κιλά τροφίμων.
Μέχρι τώρα, αυτή η εντομοφαγία περιοριζόταν σε ένα συγκεκριμένο- και ιδιαίτερα τολμηρό - κοινό που ήθελε να «δοκιμάσει» άγνωστες γεύσεις.Όμως, σιγά-σιγά η νέα «μόδα» εξαπλώνεται τόσο ώστε να ιδρυθεί και διεθνές κέντρο εντόμων στην Ολλανδία, ένα κέντρο που συγκεντρώνει 15 εταιρίες και πανεπιστήμια τα οποία ασχολούνται με την παραγωγή εντόμων για ανθρώπινη και ζωική κατανάλωση.
Δύο δισεκατομμύρια άνθρωποι καταναλώνουν ήδη έντομα, όμως σταδιακά μπορούν να γίνουν πολύ περισσότεροι, εκτιμά ο οργανισμός αυτός για τα τρόφιμα και τη γεωργία, ο οποίος λειτουργεί υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών.
Τα έντομα «είναι θρεπτικά, με υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεΐνες, λίπη και ιχνοστοιχεία» και «μπορούν να καταναλώνονται ολόκληρα ή σε σκόνη ή σε μορφή πατέ και ενσωματωμένα σε άλλα τρόφιμα, εξηγεί ο Φιλιπ λε Γκολ, εντομολόγος στο Ινστιτούτο Ερευνας του Καμερούν.