Παρά τη μεγάλη σημασία που έχει δοθεί από τους ειδικούς στη στυτική δυσλειτουργία (ΣΔ) και τη χαμηλή τεστοστερόνη, δεν είναι τόσο εύκολο να διακριθούν τα σαφή όρια των δύο καταστάσεων. Η ΣΔ είναι η αδυναμία επίτευξης ή διατήρησης μιας στύσης ικανής για συνουσία. Η χαμηλή τεστοστερόνη είναι η κατάσταση κατά την οποία οι όρχεις δεν παράγουν επαρκή ποσότητα της ανδρικής ορμόνης. Υπάρχει ισχυρή σύνδεση ανάμεσά τους, αλλά δεν πρόκειται για την ίδια κατάσταση.
Η χαμηλή τεστοστερόνη μπορεί να προκαλέσει ΣΔ, αλλά μπορεί κάποιος να έχει χαμηλή τεστοστερόνη χωρίς να έχει ΣΔ. Επίσης, η ΣΔ μπορεί να συνυπάρχει με φυσιολογικά επίπεδα τεστοστερόνης. Η θεραπεία με τεστοστερόνη μπορεί να βοηθήσει σε κάποιες περιπτώσεις τη ΣΔ, αλλά δεν είναι η καλύτερη εναλλακτική αντιμετώπισής της.
Ένας άνδρας είναι πολύ πιο πιθανό να έχει ΣΔ παρά να έχει χαμηλή τεστοστερόνη. H πιθανότητα εμφάνισης κάποιου βαθμού ΣΔ ανέρχεται στο 50% στις ηλικίες 40-70. Μετά τα 70 η πιθανότητα αυξάνεται ακόμη περισσότερο. Η χαμηλή τεστοστερόνη είναι ένας από τους πολλούς αιτιολογικούς παράγοντες της ΣΔ. Η πιο συχνή αιτία είναι η κακή κυκλοφορία του αίματος στο πέος. Στην πραγματικότητα είναι μια πρώιμη προειδοποίηση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακού νοσήματος. Εκτιμάται ότι η ΣΔ εμφανίζεται στο 44% των ανδρών με καρδιαγγειακό νόσημα, στο 25% των ανδρών με υπέρταση και στο 17% των ανδρών με διαβήτη.
Στους άνδρες άνω των 40 τα επίπεδα της τεστοστερόνης μπορεί να αρχίσουν φυσιολογικά να μειώνονται. Σχεδόν το 10% των ανδρών 40-60 ετών έχει χαμηλή τεστοστερόνη. Μετά τα 60 το ποσοστό αγγίζει το 20%. Δεν έχουν όμως όλοι οι άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας χαμηλή τεστοστερόνη ή συμπτώματα από αυτή. Αν υπάρχουν συμπτώματα, ένα από αυτά μπορεί να είναι η ΣΔ. Άλλα συμπτώματα της χαμηλής τεστοστερόνης είναι η κόπωση, η κατάθλιψη και το μειωμένο σεξουαλικό ενδιαφέρον.
Αν και οι αιτίες της ΣΔ και της χαμηλής τεστοστερόνης μπορεί να διαφέρουν, υπάρχουν διάφορα προβλήματα υγείας που συνυπάρχουν και με τις δύο. Εκτός, λοιπόν, από τη σύνδεση με την αυξημένη ηλικία, οι δύο καταστάσεις μοιράζονται κι άλλα κοινά, όπως η συσχέτιση με τον διαβήτη, την κατάθλιψη και την παχυσαρκία.
Εάν ένας άνδρας έχει ΣΔ και φυσιολογικά επίπεδα τεστοστερόνης, ο ειδικός μπορεί να του προτείνει αρχικά κάποιες αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως είναι η απώλεια βάρους, η συστηματική φυσική άσκηση, η διακοπή του καπνίσματος και η αποφυγή αλκοόλ και ουσιών. Η επομένη επιλογή για θεραπεία είναι συνήθως η χορήγηση ενός αναστολέα της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5. Το πρώτο φάρμακο αυτής της κατηγορίας είναι το διάσημο Viagra. Αν λοιπόν κάποιος εμφάνιζε ΣΔ πριν από το 1998, όταν δηλαδή κυκλοφόρησε το Viagra, ο ειδικός θα συνταγογραφούσε θεραπεία με τεστοστερόνη. Σήμερα οι αναστολείς της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 λειτουργούν πολύ γρηγορότερα και πιο αξιόπιστα από την τεστοστερόνη στη θεραπεία της ΣΔ.
Εάν ένας άνδρας έχει χαμηλή τεστοστερόνη με συμπτώματα που περιλαμβάνουν τη ΣΔ, μπορεί να λάβει θεραπεία με τεστοστερόνη για την αύξηση της σεξουαλικής του ορμής, τη βελτίωση της διάθεσης και την αύξηση της μυοσκελετικής δύναμης. Η τεστοστερόνη μπορεί επίσης να βελτιώσει τη στυτική λειτουργία, αλλά δεν αποτελεί το φάρμακο εκλογής για τη ΣΔ.
Μια εναλλακτική θα ήταν να λάβει κάποιος θεραπεία και με τεστοστερόνη και με αναστολέα της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 στις περιπτώσεις όπου η χαμηλή τεστοστερόνη έχει ως σύμπτωμα τη ΣΔ. Η τεστοστερόνη θα ενισχύσει την όρεξη για σεξ και ο αναστολέας της φωσφοδιεστεράσης τύπου 5 θα βελτιώσει τη στύση. Μια πρόσφατη μελέτη, ωστόσο, από το Πανεπιστήμιο της Βοστόνης βρήκε ότι ο συνδυασμός της τεστοστερόνης με το Viagra δεν είχε καλύτερα αποτελέσματα στους άνδρες που είχαν και τις δύο καταστάσεις.
Είναι σημαντικό επίσης να τονιστεί ότι τόσο η ΣΔ όσο και η χαμηλή τεστοστερόνη μπορεί να αποτελούν προειδοποιητικά σημάδια ενός σοβαρού ιατρικού προβλήματος, όπως είναι η καρδιακή νόσος. Εάν λοιπόν ο άνδρας έχει συμπτώματα χαμηλής τεστοστερόνης ή ΣΔ, είναι απαραίτητο να απευθυνθεί σε ειδικό.
Συμπερασματικά, τόσο η ΣΔ όσο και η χαμηλή τεστοστερόνη επηρεάζουν τη σεξουαλική υγεία. Τα αίτια και τα συμπτώματά τους συνδέονται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για την ίδια κατάσταση. Παράλληλα, αμφότερες συνιστούν προειδοποιητικά σημάδια ενός πιο σοβαρού ιατρικού προβλήματος.
Τέλος, τόσο η ΣΔ όσο και η χαμηλή τεστοστερόνη μπορούν να αντιμετωπιστούν επιτυχώς μετά τη διάγνωσή τους από ειδικό.