Η μία και μοναδική...Φίνος Φίλμς!!!!

Στα τέλη Μαρτίου του 1943, λίγο πριν συμπληρωθούν τρία χρόνια κατοχής από τους Γερμανούς, μια νέα εταιρία παραγωγής, η Φίνος Φιλμ, κάνει ένα ηχηρό «μπαμ», παρουσιάζοντας μόλις τη δεύτερη ομιλούσα ελληνική ταινία, της οποίας ο ήχος είναι επεξεργασμένος στην Ελλάδα. Ανέλπιστα εντελώς, το ελληνικό κοινό καλωσόρισε μια άψογη τεχνικά ελληνική ταινία για τα δεδομένα της εποχής. «Η Φωνή της Καρδιάς» σήμανε την αφετηρία μίας παραμυθένιας ιστορίας. Γιατί, όπως τα παραμύθια περνάνε από γενιά σε γενιά και γίνονται μέρος μιας μαζικής κουλτούρας, στεριώνουν στο συλλογικό υποσυνείδητο και τα ακούμε πάντα με την προσήλωση που είχαμε την πρώτη φορά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες της Φίνος Φιλμ. Ταινίες που αποτελούν ένα σπουδαίο και ζωντανό κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού μας, και τις απολαμβάνουμε με την ίδια χαρά σαν να είναι η πρώτη φορά.
Μετά τη μεγάλη επιτυχία, ο Φίνος πήρε θάρρος και έβαλε πλώρη για τη δεύτερη ταινία «Η Βίλλα με τα Νούφαρα», με σκηνοθέτη πάλι τον Δημήτρη Ιωαννόπουλο. Μέχρι την προβολή της, όμως, στους κινηματογράφους, τον Μάρτιο του 1945, είχαν μεσολαβήσει η σύλληψη του Φίνου και του πατέρα του από τους Γερμανούς, η εκτέλεση του πατέρα του, η απελευθέρωση και τα αιματηρά Δεκεμβριανά του 1944 στην Αθήνα. Γεγονότα, που καθυστέρησαν σημαντικά την ολοκλήρωση της ταινίας.
Το 1946 είναι η χρονιά που ο Γιώργος Τζαβέλλας, ο σκηνοθέτης που είχε καταπλήξει με την ταινία «Χειροκροτήματα» δύο χρόνια πριν, αρχίζει να συνεργάζεται με τον Φίνο. Γυρίζουν μαζί την ταινία «Πρόσωπα Λησμονημένα», ενώ την ίδια χρονιά προβάλλεται και η πρώτη κωμωδία της Φίνος Φιλμ με τίτλο «Παπούτσι από τον Τόπο σου» (1946). Ο Αλέκος Σακελλάριος, γνωστός και καταξιωμένος σεναριογράφος, πήγε ένα σενάριο στον Φίνο, ο οποίος τον έχρισε και σκηνοθέτη πιστεύοντας στις ικανότητές του.

Το 1947 ο Σακελλάριος θα σκηνοθετήσει την αισθηματική ταινία «Μαρίνα» σε σενάριο δικό του και του Χρήστου Γιανακόπουλου, ενώ την επόμενη χρονιά θα μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τη θεατρική επιτυχία «Οι Γερμανοί Ξανάρχονται». Μια ταινία σταθμός, αφού εντυπωσίασε με την τεχνική αρτιότητά της, τη σύγχρονη φωνοληψία και βεβαίως το σενάριό της, με το οποίο δινόταν σαφές μήνυμα για ομοψυχία εν μέσω εμφυλίου πολέμου. Πέρα όμως από όλα αυτά, έβαλε την πινελιά του ο σπουδαίος κωμικός, Βασίλης Λογοθετίδης, με την έξοχη ερμηνεία του.

Η δεκαετία θα κλείσει με άλλες δύο ταινίες, αμφότερες του Νίκου Τσιφόρου: «Χαμένοι Άγγελοι» (1948) και «Τελευταία Αποστολή» (1949). Στη μεν πρώτη έκανε το κινηματογραφικό ντεμπούτο της η Ειρήνη Παππά, ενώ η δεύτερη έγραψε ιστορία, όντας η πρώτη ελληνική ταινία που είχε την τιμή να ταξιδέψει στις Κάννες το 1951. Κι όμως, η ταινία παρά λίγο να στοιχίσει στον Φίνο ακόμα και την προσωπική του ελευθερία. Λογοκρίθηκε επειδή στο σενάριο η σύζυγος Έλληνα αξιωματικού είχε συνάψει σχέση με Γερμανό τον καιρό της κατοχής, κάτι που θεωρήθηκε ανήκουστο και προδοτικό! Η λογοκρισία αποτέλεσε τεράστιο εμπόδιο, τόσο για τον Φίνο, όσο για όλους τους παραγωγούς και τους σεναριογράφους, μέχρι και το 1974, όταν και εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μας η σύγχρονη δημοκρατία.
Στο κατώφλι της δεκαετίας του ’50, την ώρα που η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της από τον εμφύλιο πόλεμο, έρχεται μια ταινία να ταράξει τα νερά του εγχώριου κινηματογράφου και να καταγραφεί ως η ταινία που τον ενηλικίωσε. Είναι ο θρυλικός «Μεθύστακας» σε σενάριο και σκηνοθεσία του Γιώργου Τζαβέλλα, στην οποία ο Ορέστης Μακρής αφήνει εποχή με την ερμηνεία του ως ο δραματικός πατέρας που έχει χάσει τον γιο του στον πόλεμο, και λίγο αργότερα τη γυναίκα του από τη στενοχώρια της, και βρίσκει παρηγοριά στο κρασί μεθοκοπώντας αδιάκοπα.

Ο «Μεθύστακας» άγγιζε τη συλλογική λαϊκή μνήμη με μία συναισθηματική ιστορία που είχε τις καταβολές της από την ελληνική πραγματικότητα, όπου τόσες οικογένειες είχαν θρηνήσει τον χαμό των παιδιών τους στον πόλεμο. Ο Τζαβέλλας επεξεργάζεται με μαεστρία το λαϊκό υποσυνείδητο και τους ηθικούς κώδικες που διέπουν τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα, και παρουσιάζει ένα μελόδραμα με πρωτότυπα στοιχεία, που θα αποτελέσουν πρότυπα για πολλά χρόνια στα ελληνικά μελοδράματα. Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας το γυρίζει στην Πλάκα, όπου και απεικονίζεται η κοινωνική σύνθεση των κατοίκων της περιοχής και η ατμόσφαιρά μιας λαϊκής γειτονιάς, καθώς τα πλάνα του ξεφεύγουν από την καθιερωμένη θεατρική μονοδιάστατη κινηματογράφηση. Όλη η κινηματογραφική αφήγηση, μαζί με την τεχνική αρτιότητα που χαρακτήριζε τις ταινίες του Φίνου, συνέθεταν μία δημιουργία με υψηλή στάθμη κινηματογραφικής τέχνης και τεχνικής, και σενάριο με προδιαγραφές για εμπορική επιτυχία. Η απήχηση ήταν τεράστια, μεγαλύτερη από κάθε προσδοκία με 304.438 εισιτήρια που κόπηκαν σε πρώτη προβολή στο κέντρο της Αθήνας. Ρεκόρ που κράτησε για δύο δεκαετίες. Η επιρροή του «Μεθύστακα» στην εξέλιξη του ελληνικού κινηματογράφου ήταν καθοριστική. Το σινεμά γινόταν πλέον ο βασικός πυλώνας του λαϊκού θεάματος και οι δύσπιστοι επιχειρηματίες δεν θα διστάζουν πια να επενδύουν σε αυτόν. Παράλληλα, η Φίνος Φιλμ εδραίωνε την ισχύ της σαν εταιρία παραγωγής και ο Φίνος είχε κάθε λόγο να είναι αισιόδοξος για τη συνέχεια. Προς το τέλος της χρονιάς προβάλλεται και η δεύτερη κωμωδία «Έλα στον Θείο» του Νίκου Τσιφόρου, σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία, με τη Σπεράντζα Βρανά, τον Νίκο Σταυρίδη και τον Μίμη Φωτόπουλο να κλέβουν την παράσταση.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ '50
Τη δεκαετία του ‘50 γυρίζονταν τρεις ταινίες κατά μέσο όρο το χρόνο. Συγκεκριμένα, μέχρι και το 1959 γυρίστηκαν 25 ταινίες, μέσα από τις οποίες η Φίνος Φιλμ καθιερώθηκε ως η σημαντικότερη επιχείρηση κινηματογράφικης παραγωγής στην Ελλάδα. Αυτές οι ταινίες, που συνδύαζαν ποιότητα και εμπορικότητα, συνοψίζονται σε 15 κωμωδίες και 10 δράματα, ανάμεσα τους και πολλές ηθογραφίες. Η Φίνος Φιλμ στεγάστηκε από την αρχή της ίδρυσης της, το 1943, στην οδό Στουρνάρα 27. Τα πρώτα της στούντιο ήταν στις Τρεις Γέφυρες και αργότερα στους Αγίους Αναργύρους. Το 1954 η επιχείρηση μεταφέρθηκε στο ιστορικό κτίριο της Χίου 53, στον Άγιο Παύλο.
Το 1951, η ταινία «Νεκρή Πολιτεία» του Φρίξου Ηλιάδη με πρωταγωνίστρια την Ειρήνη Παππά, αν και δεν κάνει εμπορική επιτυχία, «ταξιδεύει» στις Κάννες την επόμενη χρονιά και επιδοκιμάζεται από τους κριτικούς για την καλλιτεχνική και ενδοσκοπική της φωτογραφία. Διευθυντής φωτογραφίας ο Αριστείδης Καρύδης-Φουκς, ενώ την καλλιτεχνική διεύθυνση είχε ο ίδιος ο Φίνος. Είναι η πρώτη από μία σειρά ταινιών της Φίνος Φιλμ που γράφει μουσική ο Μάνος Χατζιδάκης.

Ο Γιώργος Τζαβέλλας καινοτομεί ξανά με τη βοήθεια του Φίνου, κάνοντας ντουμπλάζ στην ταινία «Η Αγνή του Λιμανιού» (1952), με την Ελένη Χατζηαργύρη να εμφανίζεται στην ίδια σκηνή σε δύο ρόλους. Στην ταινία πρωτοεμφανίζεται σε ταινία της FF ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Ο Τζαβέλλας είναι ο σκηνοθέτης και των δύο επόμενων ταινιών της Φίνος Φιλμ, τη σεζόν 1952-53. Ο «Γρουσούζης» και το «Σωφεράκι» είναι δύο ηθογραφίες που θα πιστοποιήσουν την ποιότητα που φέρουν οι ταινίες με την υπογραφή τόσο της Φίνος Φιλμ, όσο και του σπουδαίου σκηνοθέτη.
To 1954, στην «Ωραία των Αθηνών» του Νίκου Τσιφόρου, η Γεωργία Βασιλειάδου δίνει ρεσιτάλ ηθοποιίας και μαζί με τον Αυλωνίτη, τον Φωτόπουλο και τον Σταυρίδη χαρίζουν γέλιο στο ελληνικό κοινό.

Ο Ντίνος Δημόπουλος σκηνοθετεί το πρώτο ελληνικό μιούζικαλ «Χαρούμενο Ξεκίνημα» (1954) σε μουσική των: Κώστα Καπνίση και Λυκούργου Μαρκέα. Ο Δημήτρης Γούναρης κλέβει την παράσταση με τα τραγούδια του και το ελληνικό κοινό υποδέχεται με ενθουσιασμό αυτό το νέο είδος ταινίας. Η κωμωδία «Ούτε Γάτα ούτε Ζημιά» (1955) του Σακελλάριου, είναι η δεύτερη και η τελευταία παρουσία του μεγάλου κωμικού μας Βασίλη Λογοθετίδη, σε ταινία της Φίνος Φιλμ.
Στο τέλος του 1955, οι Έλληνες είδαν μία ταινία με πρωταγωνίστρια... μία λατέρνα. Ο Αλέκος Σακελλάριος παρουσίασε την κωμωδία «Λατέρνα, Φτώχεια και Φιλότιμο», στην οποία κατέγραψε με πολύ ανθρώπινη προσέγγιση και τρυφερότητα, ένα υπαρκτό θέμα της εποχής, τη δύση της λατέρνας. Δύο χρόνια αργότερα, θα βγει η συνέχεια της ταινίας με τίτλο «Λατέρνα, Φτώχεια και Γαρύφαλλο». Είναι η πρώτη φορά στο ελληνικό σινεμά που γυρίστηκε «σίκουελ» μιας ταινίας. Πρωταγωνιστές ο Βασίλης Αυλωνίτης και ο Μίμης Φωτόπουλος, που ενσαρκώνουν άψογα δύο καλόκαρδους και γνήσιους μάγκες λατερνατζήδες. Δίπλα τους η νεαρή τότε Τζένη Καρέζη, η οποία εντυπωσιάζει στην πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση. Τη μουσική και των δύο ταινιών υπογράφει ο Μάνος Χατζιδάκις και σημειώνει τεράστια επιτυχία. Το τραγούδι «Γαρύφαλλο στ’ Αυτί» το ερμηνεύει μία ομάδα από αυθεντικές τσιγγάνες και κάνει θραύση μέχρι...σήμερα.

Το 1957, ο Ντίνος Δημόπουλος γυρίζει ένα επίκαιρο κοινωνικό δράμα που έχει να κάνει με την έκλειψη του επαγγέλματος των αμαξάδων, μιας και τα τροχοφόρα έχουν μπει για τα καλά στη ζωή των Ελλήνων. Η ταινία «Το Αμαξάκι» με το ευαίσθητο σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και την εξαιρετική απόδοσή του στη μεγάλη οθόνη, αγγίζουν το κοινό και η ταινία έρχεται πρώτη σε εισιτήρια. Το 1957 καταφθάνει η ανατρεπτική «Θεία από το Σικάγο», φέρνοντας νέα ήθη και έθιμα. Η Γεωργία Βασιλειάδου ενσαρκώνει τη θεία με μοναδικό τρόπο και παρά την... αντίσταση του συντηρητικού «αδελφού» της Ορέστη Μακρή, φέρνει τα πάνω κάτω. Με αυτή την ταινία ο Σακελλάριος δίνει το στίγμα της «αμερικανοποίησης» στον τρόπο ζωής των Ελλήνων αστών, και δημιουργεί πανικό στα ταμεία, καταλαμβάνοντας με διαφορά την πρώτη θέση στα εισιτήρια.
Πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου, ευρωπαίοι κριτικοί χαρακτηρίζουν ελληνική παραγωγή με τον όρο «αριστούργημα» και αναφέρονται στην ταινία «Το Τελευταίο Ψέμμα» (1958) του Μιχάλη Κακκογιάννη με πρωταγωνιστές την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά. Η ταινία έλαβε μέρος σε διεθνή Φεστιβάλ Κινηματογράφου, όπως της Μελβούρνης, του Σαν Φρανσίσκο και των Καννών, ενώ ο Μ. Κακκογιάννης παραλληλίστηκε με τον Bergman, τον Fellini και τον Barden.
Το 1958, ο Φίνος φέρνει τη μεγάλη ντίβα του Ιταλικού σινεμά, Υβόν Σανσόν, να παίξει μαζί με τον Δημήτρη Χορν στην κωμωδία του Τζαβέλλα «Μια Ζωή την Έχουμε», η οποία ήταν και η τελευταία σκηνοθεσία του πρωτοπόρου αυτού σκηνοθέτη σε ταινία της Φίνος Φιλμ.

Την ίδια χρονιά, γυρίζεται η ξεκαρδιστική κωμωδία «Ο Ηλίας του 16ου» σε χρόνο-ρεκόρ 14 ημερών! Ο “Ηλίας” αποτελεί έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς ρόλος του Κώστα Χατζηχρήστου, ο οποίος δίνει στον Θανάση Βέγγο το πιο διάσημο – αληθινό – χαστούκι του ελληνικού κινηματογράφου.
Το 1959, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η οποία είχε ήδη κερδίσει κοινό και κριτικούς, πρωταγωνίστησε στην κωμωδία του Σακελλάριου «Το Ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο». Ήταν η δεύτερη ταινία της με τον Φίνο. Είχε προηγηθεί η «Αστέρω» ένα βουκολικό δράμα του Ντίνου Δημόπουλου, όπου μαζί με τον μέλλοντα σύζυγό της, Δημήτρη Παπαμιχαήλ, σύνέθεσαν ένα δίδυμο που «έγραψε» και στις δύο ταινίες και θα το βλέπαμε πλέον αρκετά συχνά. Αμφότερες οι ταινίες πρώτευσαν στα εισιτήρια.

Μετά την πρεμιέρα του «Ξύλου», η μεγάλη κυρία της δημοσιογραφίας Ελένη Βλάχου απέδωσε στην Αλίκη τον τίτλο «Εθνική Σταρ» που τη συνοδεύει μέχρι σήμερα. Η ερμηνεία της ως σκανδαλιάρας και σκερτσόζας μαθήτριας σε κολλέγιο θηλέων, αφήνει εποχή και δημιουργεί πρότυπο ερμηνείας σε ανάλογους ρόλους. Η ταινία, στην οποία συμμετέχει η αφρόκρεμα των κωμικών μας, σπάει τα ταμεία και αποτελεί σήμερα «μνημείο» ελληνικής κωμωδίας.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ '60
Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, η Φίνος Φιλμ ήταν η απόλυτη κυρίαρχη στο χώρο των παραγωγών. Το σήμα FF αποτελούσε το μεγαλύτερο εχέγγυο για το κοινό, που ήταν πια σίγουρο ότι θα δει μία ταινία άξια των προσδοκιών του. Όσον αφορά το τεχνικό μέρος, ο Φίνος είχε πάει πολύ μπροστά. Οι ταινίες του ήταν τεχνικά αψεγάδιαστες για τα δεδομένα της εποχής. Ήταν τελειομανής και δεν άφηνε τίποτα να του ξεφύγει. Όσον αφορά τα σενάρια και τη σκηνοθεσία, σχεδόν όλες είχαν κάτι καινούργιο, κάτι πρωτότυπο, κάτι καινοτομικό. Οι συντελεστές που συνεργάζονταν με τον Φίνο ήξεραν πως μπορούν να δουλέψουν απερίσπαστα και να αφιερωθούν στη δουλειά τους, αφού ο Φίνος τους πρόσφερε ιδανικές συνθήκες εργασίας. Είναι γεγονός, πως ο Φιλοποίμην Φίνος, με την πολύτιμη αρωγή κάποιων μόνιμων πλέον συνεργατών του, είχε δημιουργήσει ένα μοντέλο εργασίας, το οποίο ήταν πιο κοντά στα διεθνή πρότυπα, παρά στα ελληνικά. Η εταιρία ήταν στελεχωμένη με προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, ενώ μία πλειάδα νέων ανθρώπων μαθήτευαν και βοηθούσαν σε όλα τα πόστα. Υπήρχε γραφείο εκμετάλλευσης των ταινιών της εταιρίας, αλλά και ταινιών που δεν ήταν παραγωγές της Φίνος Φιλμ. Υπήρχε, επίσης, γραφείο τύπου και υπεύθυνος προώθησης των ταινιών. Στις σημερινές εταιρίες παραγωγής μπορεί να μοιάζουν αυτονόητα, μα εκείνη την εποχή όλα τα παραπάνω ήταν πολυτέλειες ακόμα και για πολλές ευρωπαϊκές χώρες, οι οποίες ήταν πολύ πιο προηγμένες κινηματογραφικά από την Ελλάδα.

Τα γραφεία και τα εργαστήρια στην οδό Χίου ήταν εξοπλισμένα με τα πιο σύγχρονα μέσα. Υπήρχε αίθουσα προβολής, στούντιο επεξεργασίας του ήχου, αίθουσα τεχνικής επεξεργασίας των ταινιών, και στούντιο για το μοντάζ. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως η Χίου είχε χαρακτηριστεί από δημοσιογράφους της εποχής και από ανθρώπους του κινηματογράφου ως το «Χόλυγουντ» της Αθήνας, αλλά και ως πανεπιστήμιο κινηματογράφου. Τα εργαστήρια νοικιάζονταν και από άλλους παραγωγούς για την επεξεργασία των ταινιών τους, ενώ πολλοί έμαθαν και εξάσκησαν την ειδικότητά τους εκεί. Κυρίαρχο πρόσωπο στο «άντρο» της Χίου ήταν ο Φίνος, ο οποίος είχε τον πρώτο και τελευταίο λόγο για όλα. Το περίφημο τραπεζάκι στο φουαγιέ της Χίου, ήταν ο τόπος που γίνονταν όλες οι συναντήσεις.

Τα στούντιο που γυρίζονταν οι ταινίες της Φίνος Φιλμ ήταν στους Αγίους Αναργύρους. Ήταν ό,τι καλύτερο για την εποχή. Οι Άγιοι Ανάργυροι λόγω θέσης εξασφάλιζαν εύκολη συγκοινωνιακή πρόσβαση στο κέντρο και στην επαρχία. Το μεγάλο τους πλεονέκτημα ήταν, επί πλέον, ότι διέθεταν μεγάλη ποικιλία από φυσικά πλάνα για εξωτερικά γυρίσματα: ανθοκήπια, ελαιώνες, περιβόλια, σιδηροδρομικές γραμμές, παραδοσιακά και επιβλητικά κτίσματα, γραφικά σοκάκια, ταβερνάκια. Εκεί γυρίστηκαν οι σημαντικότερες ταινίες της εταιρίας.
Η δεκαετία του ’60 σήμανε την εκτόξευση του κινηματογράφου στη χώρα μας. Οι παραγωγές αυξήθηκαν κατακόρυφα και επικράτησε η νοοτροπία: περισσότερες ταινίες, φτηνότερο κόστος, μεγαλύτερες αμοιβές στους ηθοποιούς. Ο Φίνος, αν και δεν ήταν ο ίδιος που επέβαλλε αυτές τις «ταχύτητες», αναγκάστηκε να ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς, για να κρατηθεί ψηλά στα επίπεδα του ανταγωνισμού και φυσικά να κρατήσει τις κινηματογραφικές αίθουσες με τις οποίες συνεργαζόταν. Πολλοί από τους «σταρ», οι οποίοι είχαν αναδειχθεί μέσα από τη Φίνος Φιλμ – αρκετοί μάλιστα είχαν και αποκλειστικά συμβόλαια – προτίμησαν να συνεργαστούν με την εταιρία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, η οποία είχε μπει δυναμικά στον χώρο της παραγωγής και ήταν αυτή που ανέβασε τα «κοντέρ» παραγωγών και αμοιβών. Στα πλαίσια αυτά, ο Φίνος έκανε κάποιες συμπαραγωγές και συνεργασίες με άλλες εταιρίες με αποκορύφωμα τη – βραχύβια τελικά – σύμπραξη με την εταιρία Μιχαηλίδης – Δαμασκηνός το 1965, η οποία ήταν αντιπρόσωπος των μεγαλύτερων στούντιο του εξωτερικού και είχε στο παλμαρέ της μερικές από τις πιο αξιοσημείωτες ελληνικές παραγωγές. Όπως ήταν επόμενο, η αύξηση των παραγωγών μείωσε την ποιότητα των ταινιών, οι οποίες έγιναν πιο στερεότυπες και βασίζονταν περισσότερο στην αίγλη των πρωταγωνιστών, παρά στην ποιότητα των σεναρίων. Η Φίνος Φιλμ κράτησε τα σκήπτρα και στη νέα διαμορφούμενη πραγματικότητα. Οι ταινίες της, όσο κι αν «βιομηχανοποιήθηκαν» παρέμειναν το ανώτερο δείγμα αξιοπρεπούς θεάματος. Καινοτόμες θεματολογίες, καινούργια είδη (μιούζικαλ), έξυπνες κωμωδίες, κοινωνικοπολιτικές σάτιρες, δράματα όλων των κατηγοριών με ενδιαφέρουσα πλοκή, και βέβαια ποιότητα και πρωτοπορία στο τεχνικό και τεχνολογικό κομμάτι, κράτησαν τη Φίνος Φιλμ στην κορυφή. Όσο για τους ηθοποιούς, τους σκηνοθέτες και τους υπόλοιπους συντελεστές, η Φίνος Φιλμ τους έδινε τη σιγουριά που χρειάζονταν, ώστε να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και τη δημιουργικότητά τους.
Στο τέλος του 1960 η «Μανταλένα», αισθηματική περιπέτεια του Ντίνου Δημόπουλου, γυρισμένη στην Αντίπαρο, κερδίζει τις καρδιές του κοινού. Ο σπουδαίος σκηνοθέτης αποδίδει με εξαιρετικό τρόπο το τρυφερό σενάριο του Γιώργου Ρούσσου, του οποίου η πλοκή εκτυλισσόταν σε νησί. Οι κάτοικοι της Αντιπάρου αγκάλιασαν όλη την ομάδα της Φίνος Φιλμ, η οποία με τη σειρά της έδωσε τον καλύτερο της εαυτό και προέκυψε έτσι, μία από τις πιο κλασικές ταινίες του Ελληνικού Κινηματογράφου. Οι πρωταγωνιστές, Αλίκη Βουγιουκλάκη και Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ξεδίπλωσαν πολλά χαρίσματα του ταλέντου τους. Η ταινία, εκτός από μεγάλη εμπορική επιτυχία, σάρωσε και στα βραβεία του νεοσύστατου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αποσπώντας τα βραβεία καλύτερου σεναρίου, 1ου γυναικείου ρόλου και 2ου αντρικού (Παντελής Ζερβός).

Στην κωμωδία «Τα Κίτρινα Γάντια» (1960) του Αλέκου Σακελλάριου, ο Γιάννης Γκιωνάκης και ο Νίκος Σταυρίδης πρωταγωνιστούν σε μια από τις πιο δημοφιλείς σκηνές γέλιου σε ελληνικές κωμωδίες, με την αείμνηστη ατάκα «Πορτοκαλάδα από πορτοκάλια;». Το 1961, η ταινία «Η Αλίκη στο Ναυτικό», σε συμπαραγωγή της Φίνος Φιλμ με την Μιχαηλίδης – Δαμασκηνός, θα σαρώσει εμπορικά, όντας πρώτη με διαφορά στα εισιτήρια. Γυρισμένη με όλη την αφρόκρεμα των νέων αστεριών της κωμωδίας εκείνης της εποχής, αποτελεί και την πρώτη έγχρωμη ταινία σε παραγωγή της Φίνος Φιλμ.
Στη δύση του 1961, ανέτειλε το άστρο του Γιάννη Δαλιανίδη και μαζί του ένα από τα πιο λαμπρά «αστέρια» του ελληνικού σινεμά. Ο «Κατήφορος», ταινία με τολμηρό σενάριο νεορεαλιστικού χαρακτήρα, αναφέρεται, για πρώτη φορά στην Ελλάδα το ευαίσθητο κομμάτι της νεολαίας, αποκαλύπτοντας και το χαρισματικό ταλέντο της δεκαεννιάχρονης καλλονής, Ζωής Λάσκαρη. Μια ομάδα νέων ταλαντούχων ηθοποιών – Κούρκουλος, Βουτσάς, Βουλγαρίδης, Τζαννετάκος κ.α – βγάζουν ασπροπρόσωπους Δαλιανίδη και Φίνο και η ταινία έρχεται πρώτη σε εισιτήρια ανάμεσα σε 68 παραγωγές, αφήνοντας το στίγμα της στο ελληνικό σινεμά. Μια παρεμφερής ταινία του Δαλιανίδη, με παρόμοιο καστ, είναι ο «Νόμος 4000» που γυρίστηκε την επόμενη χρονιά.

Το 1962, «Ο Ατσίδας» του Δαλιανίδη δημιουργεί μια «ωραία ατμόσφαιρα», όπως παρατηρεί ο μεγάλος κωμικός Ντίνος Ηλιόπουλος, και αφήνει παρακαταθήκη, εκτός από μια από τις κλασικότερες κωμωδίες, την πιο κλασική ατάκα του ελληνικού σινεμά. Την ίδια χρονιά, η «Ηλέκτρα» του Μιχάλη Κακογιάννη σαρώνει τα βραβεία σε Ελλάδα και Ευρώπη, ανάμεσά τους και προσωπική βράβευσή του Φίνου για την «καλύτερη εγγραφή και ποιότητα ήχου» και θεωρείται η καλύτερη μεταφορά αρχαίου δράματος στη μεγάλη οθόνη.
Το 1963, η Φίνος Φιλμ και ο Γιάννης Δαλιανίδης εισάγουν ένα νέο είδος ταινιών για τον Ελληνικό Κινηματογράφο: Η ταινία «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο» είναι το πρώτο από μια σειρά έγχρωμων, λαμπερών και θεαματικών μιούζικαλ και μουσικών κωμωδιών, που αποτελούν μέχρι σήμερα την πιο ψυχαγωγική μορφή θεάματος στον Ελληνικό Κινηματογράφο. Για να διευκρινιστεί η διαφορά των μιούζικαλ από τις μουσικές ταινίες, παραθέτουμε τον εύστοχο ορισμό του δημοσιογράφου Ιάσων Τριανταφυλλίδη: «Στο μιούζικαλ, η μουσική, το τραγούδι και ο χορός δεν είναι «αξεσουάρ» του έργου, αλλά εξελίσσουν, ισότιμα με την πρόζα, την υπόθεση». Το κόστος των αντίστοιχων παραγωγών στην Αμερική και στην Ευρώπη ήταν απλησίαστο για τα ελληνικά δεδομένα. Ωστόσο, ο Δαλιανίδης, με την αμέριστη στήριξη του Φίνου, την εμπνευσμένη μουσική του Μίμη Πλεσσα, τις εκπληκτικές χορογραφίες των Μανώλη Καστρινού και Γιάννη Φλερύ, κατάφερε να δημιουργήσει με μαεστρία και φαντασία, μιούζικαλ που δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από τις αντίστοιχες ξένες παραγωγές, προσαρμόζοντας το αμερικάνικο στυλ σε «ελληνικές ιστορίες». Καλοκαίρια, θάλασσα, ελληνικά κοσμοπολίτικα μέρη, έρωτες, κεφάτα τραγούδια που γνωρίσανε παρομιώδη επιτυχία και ξεκαρδιστικές ατάκες συνθέτουν την πιο δροσερή ενότητα της δεκαετίας.
Η αξεπέραστη Ρένα Βλαχοπούλου και ο απολαυστικός Γιάννης Βογιατζής πλαισιώνουν μια σειρά από νέους αστέρες της εποχής και αποτελούν τον κορμό των ηθοποιών σε αυτές τις ταινίες. Ζωή Λάσκαρη, Κώστας Βουτσάς, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μάρθα Καραγιάννη, Φαίδων Γεωργίτσης, Ανδρέας Ντούζος, Μαίρη Χρονοπούλου, Χλόη Λιάσκου, Ελένη Προκοπίου και πολλοί άλλοι, δίνουν ερμηνείες αλησμόνητες, ενώ ο Τόλης Βοσκόπουλος, η Μαρινέλλα, ο Γιάννης Πουλόπουλος, η Τζένη Βάνου και άλλοι ερμηνευτές δίνουν τον τόνο με τα τραγούδια τους. «Μερικοί το Προτιμούν Κρύο», «Κάτι να Καίει» (1964), «Κορίτσια για Φίλημα» (1965), «Ραντεβού στον Αέρα» (1966), «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες» (1967) , «Μια Κυρία στα Μπουζούκια» (1968), «Γοργόνες και Μάγκες» (1968), και «Μαριχουάνα Στοπ» (1971), συνθέτουν τη χρυσή ενότητα των μιούζικαλ. Οι τέσσερεις πρώτες κατέκτησαν την πρωτιά στα εισιτήρια, ενώ στο «Κάτι να Καίει» χρησιμοποήθηκε για πρώτη φορά η τεχνική Σινεμασκόπ και ο στερεοφωνικός ήχος. Οι «Θαλασσιές οι Χάντρες», προβλήθηκαν στις Κάννες, ενώ η Μαίρη Χρονοπούλου χτίζει μύθο ως ερμηνεύτρια των τραγουδιών «Είμαι Γυναίκα του Γλεντιού» και «Του Αγοριού Απέναντι», ως μία... γνήσια «Κυρία στα Μπουζούκια».
Το 1964, στην δραματική περιπέτεια «Λόλα» του Ντίνου Δημόπουλου, εμφανίζεται μετά από απουσία 2 χρόνων η Τζένη Καρέζη, δίνοντας μια εξαιρετική ερμηνεία δίπλα στον Νίκο Κούρκουλο. Με μοναδική φωτογραφία από τον Νίκο Καβουκίδη και εμπνευσμένη μουσική από τον Σταύρο Ξαρχάκο, η ταινία έμεινε στην ιστορία και για το κινηματογραφικό ντεμπούτο της νεαρής τότε Βίκυς Μοσχολιού, που απογείωσε στη συνέχεια την καριέρα της.
Το 1965, ο μουσικοσυνθέτης Μίμης Πλέσσας έκανε δώρο στον Φιλοποίμενα Φίνο ένα χρυσό κατσαβιδάκι, ένα δώρο-σύμβολο για τον Φίνο, αφού πάντα κυκλοφορούσε με ένα κατσαβίδι επιδιορθώνοντας ό,τι έβρισε μπροστά του, αποκτώντας το παρατσούκλι «ο κατσαβιδάκιας».
Την ίδια χρονιά, προβάλλεται η κωμωδία «Υπάρχει και Φιλότιμο» του Αλέκου Σακελλάριου. Η ταινία αυτή αποτελεί σήμερα την πιο διάσημη ελληνική πολιτική σάτιρα. Το όνομα «Μαυρογιαλούρος», του υπουργού που υποδύθηκε με άψογη ερμηνεία ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, χρησιμοποιείται σήμερα από όλους τους Έλληνες ως απαξιωτικός χαρακτηρισμός διαπλεκόμενων πολιτικών. Ο μεγάλος ηθοποιός είχε πρωταγωνιστήσει, και την προηγούμενη χρονιά, στην αγαπημένη ταινία «Η Βίλλα των Οργίων», με παρεμφερές θέμα για τη διαπλοκή των πολιτικών.

Το 1965, η μουσική κωμωδία «Μια Τρελλή Τρελλή Οικογένεια» του Ντίνου Δημόπουλου, αφήνει εποχή με την Μαίρη Αρώνη στον ρόλο της "Πάστα Φλώρας", και αποτελεί μια από τις πιο αγαπημένες κωμωδίες των Ελλήνων διαχρονικά. Συμπρωταγωνιστούν Αλεξανδράκης και Καρέζη, των οποίων το ταλέντο αλλά και η μεταξύ τους χημεία, δίνουν το κάτι παραπάνω στην ταινία, ενώ ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έχει οίστρο ατάκας με απαράμιλλο στυλ. Οι τρεις τους είχαν «πάρει επάνω τους» και την δημοφιλή κωμωδία «Δεσποινίς Διευθυντής», επίσης του Δημόπουλου, της προηγούμενης χρονιάς.
Η Ρένα Βλαχοπούλου γίνεται η πιο διάσημη... «Χαρτοπαίχτρα» (1965), χάρη στην ομώνυμη κωμωδία του Γιάννη Δαλιανίδη... μέχρι να τη νουθετήσουν ο «σύζυγος», Λάμπρος Κωνσταντάρας, και τα «τέκνα» της, Κώστας Βουτσάς και Χλόη Λιάσκου. Μια από τις συχνές μεταφορές θεατρικών έργων στη μεγάλη οθόνη, ενώ χρησιμοποιήθηκε επιτυχώς για δεύτερη φορά η τεχνική σινεμασκόπ.

Το 1966, το ιστορικό δράμα «Το Χώμα Βάφτηκε Κόκκινο» σε συμπαραγωγή με την εταιρία Μιχαηλίδης – Δαμασκηνός, προτείνεται για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας. Σε σενάριο Νίκου Φώσκολου και σκηνοθεσία Βασίλη Γεωργιάδη, η ταινία πραγματεύεται το αγροτικό ζήτημα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και εντυπωσιάζει με τη φωτογραφία, τη δράση και τις εξαιρετικές ερμηνείες. Την ίδια χρονιά, η ταινία «Κοινωνία Ώρα Μηδέν» χαρίζει στον Φιλοποίμενα Φίνο κρατικό βραβείο για την αρτιότερη παραγωγή της χρονιάς. Το 1967, ύστερα από προτροπή του Φίνου, ο Νίκος Φώσκολος ξεκινάει τη σκηνοθετική του καριέρα με την ταινία «Οι Σφαίρες δεν Γυρίζουν Πίσω», η οποία απέσπασε βραβείο αρτιότερης παραγωγής και καλύτερης μουσικής επένδυσης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.
Το 1968, η αισθηματική κωμωδία «Η Αρχόντισσα και ο Αλήτης» του Ντίνου Δημόπουλου, είναι η απαρχή του δεύτερου κύκλου συνεργασίας της Αλίκης Βουγιουκλάκη και του Δημήτρη Παπαμιχαήλ με την Finos Film και σημειώνει νέο ρεκόρ εισιτηρίων (750.000). Η επόμενη πρωτιά στα εισιτήρια θα έρθει πάλι σε ταινία του Δημόπουλου, στο πολεμικό δράμα «Η Δασκάλα με τα Ξανθά Μαλλιά» (1969) με πρωταγωνιστές πάλι το ζευγάρι των επιτυχιών. Το 1969, η κωμωδία «Το Ανθρωπάκι» του Γιάννη Δαλιανίδη σατιρίζει με μοναδικό τρόπο τους τυχάρπαστους παραγωγούς, οι οποίοι θέλησαν να εκμεταλλευτούν την εκτόξευση του κινηματογράφου ως μέσον ψυχαγωγίας στη χώρα μας, κάνοντας πρόχειρες, κακόγουστες και «φτηνές» ταινίες με στόχο την “αρπαχτή”.
Η δεκαετία του '60 κλείνει με έναν απολογισμό 97 ταινιών, αποτελώντας την πιο "παραγωγική" δεκαετία στην ιστορία της Φίνος Φιλμ.
ΔΕΚΑΕΤΙΑ '70
Η δεκαετία του 1970 ξεκινάει με δύο αντικρουόμενα δεδομένα για τη Φίνος Φιλμ. Από τη μια, η τηλεόραση είχε κάνει τα πρώτα της βήματα και έμπαινε σιγά σιγά στα σπίτια των Ελλήνων. Αυτή η εξέλιξη σηματοδοτούσε την αρχή της δύσης του καλού εμπορικού κινηματογράφου. Σύντομα το σινεμά θα έχανε τα σκήπτρα ως «μέσο» ψυχαγωγίας, ενώ κάποιοι δημιουργοί θα απορροφούνταν από την τηλεόραση. Λόγω της έλλειψης χρημάτων, ένα μεγάλο κομμάτι της κινηματογραφικής παραγωγής εξαρτιόταν από τις κρατικές επιχορηγήσεις. Η δικτατορία όδευε προς το τέλος της, οι κοινωνικοπολιτικές και ιδεολογικές ζυμώσεις της εποχής ήταν πολύ έντονες και νέα ρεύματα εμφανίζονταν, ανάμεσά τους και ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος (ΝΕΚ), η απαρχή του οποίου τοποθετείται το 1970. Το βασικό χαρακτηριστικό του ΝΕΚ ήταν η αποστροφή για τον εμπορικό κινηματογράφο και είχε ως κύρια πυξίδα τη δημιουργία ταινιών, όχι προς εμπορική κατανάλωση, αλλά αποκλειστικά βάσει καλλιτεχνικής αναζήτησης και φιλοσοφικών – ιδεολογικών προβληματισμών. Από την άλλη, ο Φίνος κατάφερε να πραγματώσει το όραμά του, έστω και ματωμένος οικονομικά, και εγκαινίαζε τα υπερσύγχρονα στούντιο στα Σπάτα. Ίσως είναι ειρωνεία, τα καινούργια στούντιο που ήταν τα πιο σύγχρονα στα Βαλκάνια και δεν είχαν να ζηλέψουν τίποτα από αντίστοιχα σε προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, να τοποθετούνται χρονικά με τη δύση τόσο της ζωής του μεγάλου δημιουργού, όσο και του καλού εμπορικού κινηματογράφου. Δυστυχώς ο Φίνος δεν πρόλαβε να χαρεί το δημιούργημά του, αφού από το 1969 είχε προσβληθεί από την επάρατη νόσο, αλλά μέχρι σχεδόν το τέλος του, συνέχισε να εργάζεται.
Μέχρι τον Γενάρη του 1977, που ήταν το κύκνειο άσμα του Φίνου και της παραγωγής ταινιών της εταιρίας του, γυρίστηκαν 53 ταινίες. Η τελευταία ταινία της Φίνος Φιλμ το 1977, σηματοδότησε και τυπικά το τέλος του κλασικού εμπορικού Ελληνικού Κινηματογράφου.
Το 1970 αρχίζει με μια μεγάλη επιτυχία του Νίκου Φώσκολου. Η δραματική ταινία «Ορατότης Μηδέν» αποτελεί σημείο αναφοράς για τον Νίκο Κούρκουλο. Την ίδια χρονιά, ο σπουδαίος ηθοποιός κατακτά το βραβείο Α΄ανδρικού ρόλου στο 11ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, για την εξαιρετική ερμηνεία του στην ταινία «Αστραπόγιαννος», σε σενάριο Κώστα Μακεδόνα και σκηνοθεσία Νίκου Τζήμα. Η ταινία έχει ιστορικό υπόβαθρο, με σενάριο που βασίζεται στη ζωή του θρυλικού ομώνυμου αρματωλού, ενώ εμπεριέχει έμμεσα μηνύματα υπέρ της ελευθερίας, εν μέσω δικτατορίας. Η ταινία χάρισε στον Φίνο βραβείο αρτιότερης παραγωγής.

Στις 15 Απριλίου 1970 πραγματοποιούνται τα επίσημα εγκαίνια των υπερσύγχρονων στούντιο της Φίνος Φιλμ στα Σπάτα, τα οποία αποτελούν μεγάλο πολιτιστικό γεγονός για τη χώρα. Παρελαύνουν όλοι οι σημαντικοί άνθρωποι του εγχώριου κινηματογράφου. Συγγραφείς, ηθοποιοί, σκηνοθέτες, παραγωγοί, δημοσιογράφοι, κριτικοί, οπερατέρ και πολλοί άλλοι καμαρώνουν το μοναδικό επίτευγμα του Φίνου, κόσμημα, όχι μόνο της Φίνος Φιλμ, αλλά και της Ελλάδας.

Η πρώτη ταινία που γυρίζεται στα Σπάτα είναι το «Ένα Αστείο Κορίτσι» σε σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη και σκηνοθεσία Τάκη Βουγιουκλάκη. Μία τρυφερή, έγχρωμη κωμωδία με πρωταγωνιστές την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Νίκο Γαλανό, η οποία κυκλοφόρησε και σε αγγλική έκδοση. Στο τέλος των γυρισμάτων, όλοι οι συντελεστές της ταινίας υπέγραψαν τις πλακέτες των γυρισμάτων και συγκινημένοι τις παρέδωσαν στον Φίνο!
Στις 16 Νοεμρβίου 1970, ο Φιλοποίμην Φίνος βραβεύεται από το κράτος για την τριαντάχρονη προσφορά του, σε μία μεγάλη τελετή που δίνει το Υπουργείο Βιομηχανίας στο ξενοδοχείο King George με την παρουσία όλου του καλλιτεχνικού κόσμου.
Τον Δεκέμβριο του 1970, το ηρωικό πολεμικό δράμα του Νίκου Φώσκολου «Υπολοχαγός Νατάσσα» κάνει θραύση και σπάει όλα τα ρεκόρ εισιτηρίων (751.117) στην Αθήνα και τα προάστια, διατηρώντας αυτό το ρεκόρ μέχρι σήμερα. Η ταινία κυκλοφορεί και σε αγγλική έκδοση, προβάλλεται σε αρκετές χώρες του εξωτερικού, εισπράττει εγκωμιαστικά σχόλια και η Αλίκη αποκτάει πολλούς ξένους θαυμαστές.

Από τη βραχύβια κοινοπραξία του Φίνου με τον παραγωγό James Paris, προκύπτει η αξιόλογη ταινία «Ο Παπαφλέσσας» (1971) σε σενάριο Πάνου Κοντέλλη και σκηνοθεσία Ερρίκου Ανδρέου. Πρωταγωνιστούν ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ, ο Αλέκος Αλεξανδράκης και η Κάτια Δανδουλάκη και κερδίζουν το κοινό. Ο Διονύσης Φωτόπουλος θα αποσπάσει τιμητική διάκριση στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη σκηνογραφία και την ενδυματολογική του δουλειά στην ταινία.
Ο αγαπημένος ηθοποιός, Θανάσης Βέγγος, είχε συμμετάσχει σε ταινίες της Φίνος Φιλμ στις αρχές της δεκαετίας του ’60, ενώ στη συνέχεια γύρισε δικές του παραγωγές. Τη δεκαετία του ‘70 συνεργάζεται εκ νέου με τον Φίνο, ο οποίος τον εκτιμούσε απεριόριστα και για αυτό, άλλωστε, τον είχε βοηθήσει στο παρελθόν μπαίνοντας συμπαραγωγός σε ταινίες του. Το αποτέλεσμα ήταν πέντε εξαιρετικές κωμωδίες με μπόλικη δόση κοινωνικοπολιτικής σάτιρας. Η ταινία «Δικτάτωρ καλεί Θανάση» (1973) έχει αντιδικτατορικό χαρακτήρα με αλληγορικό τρόπο. Οι υπόλοιπες τέσσερις ταινίες είναι οι: «Διακοπές στο Βιετνάμ» (1971), «Ένας Ξένοιαστος Παλαβιάρης» (1971), «Ο Τσαρλατάνος» (1973) και «Ο Θανάσης στη Χώρα της Σφαλιάρας» (1976), η οποία αποτελεί καταγγελία προς δικτατορικά καθεστώτα και είναι η προτελευταία ταινία της Φίνος Φιλμ.

Το 1973, η κοινωνική περιπέτεια «Ο Αστερισμός της Παρθένου» του Γιάννη Δαλιανίδη, βασισμένη σε παλιό σενάριο του Τζαβέλλα που δεν είχε γυριστεί ποτέ, είναι η πρώτη σπονδυλωτή ταινία στην Ελλάδα. Η πρωταγωνίστρια Ζωή Λάσκαρη εντυπωσιάζει ερμηνεύοντας τρεις διαφορετικούς ρόλους με απόλυτη επιτυχία.
Το ιστορικό δράμα «Η Δίκη των Δικαστών» (1974) του Πάνου Γλυκοφρύδη είναι μία πλούσια παραγωγή και αφορά στη δίκη του Κολοκοτρώνη, τον οποίο υποδύεται υποδειγματικά ο σπουδαίος Μάνος Κατράκης. Η ταινία στηλιτεύει τις επεμβάσεις των Βαυαρών στην Ελλάδα. Ο Νίκος Κούρκουλος πρωταγωνιστεί με θαυμάσια ερμηνεία σε άλλη μία ταινία ιστορικού χαρακτήρα της Φίνος Φιλμ.
Στις 12 Ιανουαρίου 1977 γίνεται η επίσημη πρεμιέρα της τελευταίας ταινίας της Φίνος Φιλμ, «Ο Κυρ-Γιώργης Εκπαιδεύεται» του Γιάννη Δαλιανίδη, με πρωταγωνιστή τον δημοφιλή κωμικό Διονύση Παπαγιαννόπουλο. Η ταινία είναι εμπνευσμένη από την πολύ επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά του Δαλιανίδη «Λούνα Παρκ». Ο Φίνος δεν μπόρεσε να δει την πρεμιέρα της ταινίας, αφού ήταν πλέον βαριά άρρωστος στο νοσοκομείο από την επάρατη νόσο.

Ο Φιλοποίμην Φίνος έφυγε πικραμένος για πολλούς λόγους. Ήταν χρεωμένος πολλά εκατομμύρια από τα δάνεια που είχε πάρει για τα στούντιο, άρρωστος, αλλά και απογοητευμένος από την εισβολή της τηλεόρασης που ποτέ δεν συμπάθησε. Επιπλέον, η άδικη αντιμετώπιση από τους νέους ανθρώπους που εκπροσωπούσαν τα νέα ρεύματα και έβλεπαν στο πρόσωπό του το κατεστημένο του εμπορικού κινηματογράφου, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος όχι μόνο ενθάρρυνε αλλά και συμπαραστάθηκε σε πολλούς από τους δημιουργούς του νέου ελληνικού κινηματογράφου. Επίσης, κατηγορήθηκε σαν άνθρωπος που είχε δοσοληψίες με τη δικτατορία, λόγω των δανείων που εξασφάλισε για τα στούντιο. Κάτι, πέρα για πέρα άδικο, αφού τα δάνεια από τις τράπεζες είχαν εγκριθεί πριν από την δικτατορία. Ο Φίνος, όχι μόνο δεν είχε βοήθεια από τη δικτατορία, αλλά από καμία κυβέρνηση στο παρελθόν, αν και είχε φιλικότατες σχέσεις με τον επί σειρά ετών πρωθυπουργό, Κωνσταντίνο Καραμανλή. Επίσης, πολλές ταινίες του, όπως έχει αναφερθεί, είχαν αντιδικτατορικά μηνύματα. Ήταν δημοκρατικός άνθρωπος, που όχι απλά δεν είχε καμία σχέση με κυβερνήσεις της «επταετίας», αλλά βοήθησε πολλούς ανθρώπους και συνεργάτες του με σημαντικά χρηματικά ποσά. Επίσης διέθεσε πολλάκις τα στούντιο του για γυρίσματα ταινιών με αντιδικτατορική θεματολογία, χωρίς μάλιστα να μπαίνει πουθενά το όνομά του, σεβόμενος αδιαμαρτύρητα την επιθυμία των σκηνοθετών, που δεν ήθελαν να προκληθούν αντιδράσεις από το κοινό.

Όπως έχει αναφέρει και ο Ιάσων Τριανταφυλλίδης, «Δεν μπήκε ποτέ στο παιχνίδι της τηλεόρασης, δεν έδωσε ποτέ το στούντιο του στην τηλεόραση, δεν δέχτηκε ποτέ να ασχοληθεί με τηλεοπτικές παραγωγές. Ήταν ένας αυθεντικός, παθιασμένος εραστής του σινεμά, του ωραίου σινεμά έτσι όπως το καταλάβαινε, το ένιωθε, το έφτιαχνε και το έδινε στον κόσμο ο ίδιος, και πέθανε μαζί του. Όπως όλοι οι μεγάλοι οραματιστές, οι ονειροπόλοι και επί της ουσίας αυθεντικοί δημιουργοί. Έφυγε μένοντας στην ιστορία και μαζί του η Φίνος Φιλμ... Η οποία Φίνος Φιλμ, ποιος να το έλεγε του Φίνου, δικαιώθηκε από την τηλεόραση, το μέσο που ποτέ δεν συμπάθησε ο δημιουργός της. Που αποκαταστάθηκε στα χρόνια που πέρασαν. Που νίκησε τη χλεύη και τον πόλεμο των “ειδικών” και "διανοουμένων". Που έγινε σύμβολο και μέτρον αξεπέραστο της σωστής, καλής, αβίαστης ψυχαγωγίας. Ολοζώντανο κομμάτι του νεοελληνικού πολιτισμού, ενθρονισμένη και ακλόνητη βασίλισσα στις καρδιές του κόσμου, των γενιών που συνεχίζουν να μεγαλώνουν μαζί της, παρέα με τις ταινίες της... με τις ταινίες που ονειρεύτηκε κάποτε ο Φίνος».

Tags: